- έφοδος
- (I)ἐφοδος, -ον (Α)(εσφ. αν. τού εύέφοδοςευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ.β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.).————————(II)ἔφοδος, o (A)1. αυτός που περιέρχεται και επιβλέπει τους φρουρούς, περίπολος («τῶν δ' ἐφόδων ἕκαστος... πρὸς τὸν χιλίαρχον ἀναφέρει τὸ σύνθημα», Ξεν.)2. πάπ. επόπτης, επιθεωρητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁδός].————————(III)η (ΑΜ ἔφοδος)εφόρμηση, επίθεση, επιδρομή («το φρούριο κυριεύθηκε εξ εφόδου»)νεοελλ.νυκτερινή επιθεώρηση τής φρουράς από αξιωματικό, η εφοδεία* («έφοδος αξιωματικού τού φρουραρχείου»)μσν.ερχομός, είσοδοςαρχ.1. προσέγγιση, πλησίασμα σε κάποιο μέρος2. είσοδος σε ιερό τόπο3. (για λογικό επιχείρημα) μέθοδος συλλογισμού4. μέσο εισόδου ή προσεγγίσεως5. δικαίωμα εισόδου6. συγκοινωνία, σχέση («ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους», Θουκ.)7. εισαγωγή εμπορευμάτων από ξένη χώρα8. επιχείρηση, σχέδιο, μέθοδος («ἔφοδος τῆς ἐξηγήσεως», Πολ.)9. μέθοδος διαδικασίας, τρόπος διεξαγωγής10. (ρητ.) έντεχνο προοίμιο11. αγωγή σε δίκη12. ανταρσία, στάση13. ιατρ. α) προσβολή πυρετούβ) συρροή αίματος αναφορικά με τη θερμότητα και το ψύχοςγ) στον πληθ. αἱ ἔφοδοιοι φυσικές δίοδοι, οι οπές, και ειδ. οι ρώθωνες14. αρχιτεκτονική σειρά τοιχοποιίας15. φρ. α) «ἔφοδον θύειν» — να κάνει θυσία κατά την άφιξηβ) «ἔφοδοι θαλάσσης» — προχωρήσεις αμπώτιδοςγ) «ἔφοδος ἐναργής» — καθαρή παρατήρησηδ) «ἔφοδον ποιεῑσθαι» — το να προσβάλλει, να επιτίθεται κάποιοςε) «πρώτῃ ἐφόδῳ» ή «αὐτῇ ἐφόδῳ» — με την πρώτη επίθεση, προσβολήστ) «νυκτιπόλοι ἔφοδοι» — λέγεται για τις δυνάμεις τού σκότους που υπόκεινται στην Περσεφόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁδός].
Dictionary of Greek. 2013.